- δοξομανία
- ηη υπερβολική φιλοδοξία, η μεγαλομανία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δοξομανία — δοξομανίᾱ , δοξομανία mad thirst for fame fem nom/voc/acc dual δοξομανίᾱ , δοξομανία mad thirst for fame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξομανία — η (AM δοξομανία) υπερβολική φιλοδοξία, μεγαλομανία … Dictionary of Greek
δοξομανίας — δοξομανίᾱς , δοξομανία mad thirst for fame fem acc pl δοξομανίᾱς , δοξομανία mad thirst for fame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξομανίαν — δοξομανίᾱν , δοξομανία mad thirst for fame fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριθεία — ἐριθεία, ἡ (AM) [εριθεύομαι] αρχ. μσν. εγωιστική φιλοδοξία, δοξομανία, χωρίς ηθικό φραγμό («ὅπου γάρ ζήλος και ἐριθεία, ἐκεῑ ἀκαταστασία καὶ πᾱν φαῡλον πρᾱγμα», ΚΔ) αρχ. 1. εργασία με μισθό 2. επιδίωξη πολιτικού αξιώματος δημόσιας θέσης,… … Dictionary of Greek
λιμοδοξία — λιμοδοξία, ἡ (Α) [λιμοδοξώ] υπερβολική επιθυμία δόξας, μεγάλη φιλοδοξία, δοξομανία … Dictionary of Greek
Ίφλαντ, Αουγκούστ Βίλχελμ — (August Wilhelm Ifflnad,Ανόβερο 1759 – Βερολίνο 1814). Γερμανός ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Σε ηλικία 18 ετών, διαθέτοντας ήδη πολλά πνευματικά εφόδια, εγκατέλειψε την οικογένειά του και υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο στο… … Dictionary of Greek
ՓԱՌԱՄՈԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0933 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 13c գ. δοξομανία insanus gloriae amor. Մոլիլն զկնի փառաց անկարգ սէր փառաց. փառասիրութիւն. *Զտգիտութիւն հանդերձ սնոտի փառամոլութեամբ. Խոր. ՟Բ. 89: *Ըստ ցանկութեան սնոտի փառամոլութեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)